- ὁδοιπορικοῦ
- ὁδοιπορικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πετινγκέρ, Κόνραντ — (Peutinger, 1465 – 1547). Γερμανός ουμανιστής και αρχαιολόγος. Είναι γνωστός από τον πίνακα Πετινγκέρ, ένα μεσαιωνικό αντίγραφο αρχαίου οδοιπορικού χάρτη του 3ου ή 4ου αι. Ο χάρτης αυτός απεικονίζει δρόμους, σταθμούς, οδικές αποστάσεις, λίμνες,… … Dictionary of Greek
Πετράρχης, Φραντσέσκο — (Petrarca, Αρέτσο, Τοσκάνη 1304 – Αρκουά, Πάντοβα 1374). Ιταλός ποιητής. Γιος ενός Φλωρεντινού εξόριστου, ο Π. έζησε στην αρχή στην Πίζα και μετά πήγε στην Αβινιόν, έδρα τότε του παπισμού, σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο. Μετά τις… … Dictionary of Greek
Ροΐδης, Εμμανουήλ — (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις… … Dictionary of Greek
Ρώυτερ, Κρίστιαν — (Reuter). Γερμανός ποιητής και μυθιστοριογράφος (Κύτεν 1665 Βερολίνο 1712). Από μία ξενοδόχο και το γιο του, που τον έδιωξαν επειδή δε πλήρωνε το νοίκι, πήρε αφορμή για το μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο Περιγραφή του οδοιπορικού του Σελμούφσκυ … Dictionary of Greek